στηθοσκόπιο(ν)

στηθοσκόπιο(ν)
το мед. стетоскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στηθοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • στηθοσκόπιο — (Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο… …   Dictionary of Greek

  • στηθοσκόπιο — το ιατρικό εργαλείο για την ακρόαση των ήχων της θωρακικής κοιλότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Stethoscope — Modern stethoscope. The stethoscope (from Greek στηθοσκόπιο, from στήθος, stéthos chest and σκοπή, skopé examination) is an acoustic medical device for auscultation, or listening to the internal sounds of an animal body. It is often used to… …   Wikipedia

  • Palmoskopie — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus dem 19. Jahrhundert …   Deutsch Wikipedia

  • Phonendoskop — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus dem 19. Jahrhundert …   Deutsch Wikipedia

  • Stethoskop — Modernes akustisches Stethoskop Stethoskope aus …   Deutsch Wikipedia

  • Estetoscopio — Saltar a navegación, búsqueda Estetoscopio moderno. El estetoscopio (Griego στηθοσκόπιο, de στήθος, stéthos σκοπή, skopé observar), o fonendoscopio, es un aparato acústico usado en medicina, kinesiología, fonoaudiología, veterinaria y …   Wikipedia Español

  • Стетоскоп — Первые стетоскопы …   Википедия

  • Фонендоскоп — Первые стетоскопы. Стетофонендоскоп Стетоскоп (др. греч. στηθοσκόπιο, из …   Википедия

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»